μαλαγματένιος

μαλαγματένιος
μαλαγματένιος, -α, -ον (Μ)
βλ. μαλαματένιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλαματένιος — α, ο, θηλ. και η (Μ μαλαματένιος και μαλαγματένιος, α, ον, θηλ. και η) 1. κατασκευασμένος από χρυσό ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο 2. (ως προσφώνηση) αγαπητός, ακριβός νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πολύ καλός («μαλαματένια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”